- φουρνοπλάστης
- φουρνο-πλάστης, ὁ, der Töpfer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φουρνοπλάστης — ὁ, Α αυτός που πλάθει φούρνους, που κατασκευάζει φούρνους με πηλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. χοο πλάστης] … Dictionary of Greek
φουρνοπλάσται — φουρνοπλάστης potter masc nom/voc pl φουρνοπλάστᾱͅ , φουρνοπλάστης potter masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)